Τα προγράμματα

Tα προγράμματά μας για την αντιμετώπιση των:

Οι καθυστερήσεις στον λόγο και την ομιλία είναι αρκετά συχνές διαταραχές που απαντώνται σε παιδιά και ενήλικες. Η διάγνωση πραγματοποιείται όταν το παιδί δεν ακολουθεί τα αναπτυξιακά γλωσσικά ορόσημα, τα οποία συνάδουν με τη χρονολογική του ηλικία. Με αυτόν τον τρόπο οι γλωσσικές δεξιότητες και ικανότητες μπορεί να αναπτύσσονται με πιο αργό ρυθμό και ένταση σε σχέση με την τυπική γλωσσική ανάπτυξη των περισσότερων παιδιών. Οι πιο συχνοί τύποι είναι η δεκτική και εκφραστική καθυστέρηση, καθώς και συνδυασμός αυτών.

Διαταραχές στην άρθρωση περιλαμβάνουν δυσκολίες στην ορθή παραγωγή και έκφραση γλωσσικών ήχων, σε μια συγκεκριμένη γλώσσα αναφοράς, τόσο μεμονωμένα όσο και σε επίπεδο λέξης. Η άρθρωση ορίζεται ουσιαστικά ως οι φυσιολογικές κινήσεις που πραγματοποιούνται από τους αρθρωτές (γλώσσα, χείλη,δόντια, ουρανίσκος, υπερώα και γλωττίδα) τροποποιώντας την ποσότητα αέρα που χρειάζεται για να παραχθούν οι ήχοι της ομιλίας, χρησιμοποιώντας τη φωνητική οδό πάνω από τον λάρυγγα.

Η φωνολογία σχετίζεται άμεσα με τον τρόπο που τα διάφορα φωνήματα (φθόγγοι) μιας γλώσσας, λαμβάνονται και αποθηκεύονται μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο, καθώς και με τον τρόπο που συνδυάζονται για να δημιουργήσουν και να διαφοροποιήσουν μια μεγάλη ποικιλία λέξεων. Έτσι άτομα που παρουσιάζουν φωνολογικές δυσκολίες και διαταραχές, μπορεί να αρθρώσουν με τον κατάλληλο τρόπο όλα τα φωνήματα μεμονωμένα, ωστόσο δυσκολεύονται στην παραγωγή τους σε επίπεδο λέξης. Εντοπίζονται είτε με σταθερά φωνολογικά λάθη είτε όχι. Κοινές φωνολογικές αλλοιώσεις είναι οι αντικαταστάσεις φωνημάτων (πχ. Φέλω αντί για θέλω), απλοποιήσεις συμπλεγμάτων (πχ κάστο αντί για κάστρο), πτώσεις φωνημάτων και συλλαβών (πχ. Πέλο αντί για καπέλο ή λύκο αντί για λύκο), αναδιπλασιασμοί φωνημάτων (πχ μπαμπάνα αντί για μπανάνα), εναρμονήσεις και μεταθέσεις φωνημάτων (πχ. Βλιβίο αντί για βιβλίο).

Η πιο διαδεδομένη διαταραχή ροής της ομιλίας είναι ο τραυλισμός και η ταχυλαλία. Συνήθως τα συμπτώματα εκδηλώνονται μέχρι την ηλικία των 5 ετών. Ο τραυλισμός βασίζεται σε ένα πολυπαραγοντικό μοντέλο, κατά το οποίο οργανικοί και γλωσσικοί παράγοντες, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση και πορεία του τραυλισμού, ενώ ταυτόχρονα φαίνεται να αλληλεπιδρούν με συναισθηματικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Τα προαναφερθέντα φαίνεται να καθορίζουν τη σοβαρότητα και την πολυπλοκότητα των δυσροών. Κλσσικά παραδείγμαα δυσροών είναι οι επαναλήψεις ολόκληρων μονοσύλλαβων λέξεων (πχ να να να πάω), οι επαναλήψεις τμήματος λέξης (πχ. Σ-σ-σήμερα θα πάω ή τω-τω-τωρα ήρθα), οι επιμηκύνσεις φωνημάτων (πχ. Θθθθέλω να φύγω) και τα μπλοκαρίσματα [πχ. Έχω μία μπ(παύση)άλα].

Ο παραπάνω ορισμός αναφέρεται σε νευρολογικές αλλοιώσεις, οι οποίες συμβάινουν στον ανθρώπινο εγκέφαλο και οι οποίες επηρεάζουν τον κινητικό προγραμματισμό και σχεδιασμό της ομιλίας. Οι αλλοιώσεις αυτές, είναι δυνατό να πραγματοποιούνται τόσο κατά τη διαδικασία πρόσληψης όσο και κατα τη διαδικασία έκφρασης της ομιλίας. Οι πιο κοινοί τύποι αυτού του είδους των διαταραχών είναι η απραξία της ομιλίας και η δυσαρθρία. Με τον όρο απραξία γίνεται αναφορά στη δυσκολία των ατόμων στον κινητικό προγραμματισμό, κινητικό σχεδιασμό και στα επίπεδα εκτέλεσης της ομιλίας. Παράλληλα εντοπίζονται δυσκολίες και στον φωνολογικό και φωνητικό σχεδιασμό της ομιλίας. Η δυσαρθρία είναι μία διαταραχή, η οποία προκαλέιται από αδυναμία των μυών που συμμετέχουν στην παραγωγή ομιλίας (όπως πρόσωπο, χείλη, γλώσσα, καθώς και μύες που συμμετέχουν στον αναπνευστικό μηχανισμό). Διακρίνονται διάφοροι τύποι δυσαρθρίας (ενδεικτικά, σπαστική, χαλαρή, αταξική κλπ).

Η νοητική υστέρηση μπορεί να συνυπάρχει με μια πληθώρα γλωσσικών διαταραχών ως πρωτεύων ή δευτερεύων έλλειμμα, με αυτό να συνεπάγεται πως δεν αποτελεί από μόνη της μια αποκλειστική και συγκεκριμένη διαταραχή.Ο Αμερικάνικος Σύλλογος Νοητικής Υστέρησης δίνει έμφαση στην αλληλεπίδραση του ατόμου με νοητική υστέρηση και στο περιβάλλον, στο οποίο ζει. Συνήθως η διάγνωση πραγματοποιείται πριν την ηλικία των 18 ετών.

Το συγκεκριμένο τμήμα γλωσσικών διαταραχών σχετίζεται άμεσα τη δυσκολία ατόμων να χρησιμοποιήσουν λειτουργικά τις επικοινωνιακές τους δεξιότητες, γλωσσικές και μη, ανάλογα με το πλαίσιο και την επικοινωνιακή συνθήκη. Παιδία και ενήλικες με πραγματολογικές διαταραχές ή διαταραχές στη χρήση της γλώσσας παρουσιάζουν ελλείμματα στον τρόπο έκφρασης της γλώσσας σε κοινωνικά πλαίσια, ενώ ταυτόχρονα δυσκολεύονται και στο περιεχόμενο των εκφράσεων τους. Χαρακτηριστική διαταραχή αυτής της ομάδας είναι ο αυτισμός. Ο αυτισμός είναι μια διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή, η οποία επηρεάζει σημαντικά τις επικοινωνιακές δεξιότητες των ατόμων, ωστόσο μπορεί να συνυπάρχει και με μια πληθώρα γλωσσικών διαταραχών και διαταραχών ομιλίας. Χαρακτηριστικά συμπτώματα αποτελούν οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές (μοτίβα), καθώς και αλλοιώσεις στο κομμάτι κατανόησης και έκφρασης της γλώσσας.

Οι διαταραχές σίτισης και κατάποσης επηρεάζονται και οφείλονται σε αλλοιώσεις που πραγματοποιούνται στους μύες που συμμετέχουν κατά την πρόσληψη και κατάποση της τροφής, καθώς και σε διαταραχές των οργάνων κατάποσης Οι διαταραχές σίτισης αναφέρονται στην ικανότητα του ατόμου να προσλάβει τροφή από το στόμα, ενώ οι διαταραχές κατάποσης ή αλλιώς δυσφαγία αναφέρεται στη μειωμένη ικανότητα του ατόμου να μεταβιβάσει την τροφή από το στόμα στο στομάχι. Ο λόγος που οι λογοθεραπευτές ασχολούνται με δυσφαγία και διαταραχές σίτισης είναι πρώτον η ενίσχυση της κοινωνικής ενσωμάτωσης των ατόμων και δεύτερον η αύξηση και ενδυνάμωση των μυών που νοσούν, τα οποία μπορεί να επηρεάζουν την ομαλή έκφραση της επικοινωνίας.

Σχετίζεται με τα παιδιά εκέινα των οποίων η γλωσσική τους ανάπτυξη δεν ακολουθεί τη φυσιολογική αναπτυξιακή πορεία των παιδιών της τυπικής ανάπττυξης. Οι διαταραχές αυτές δεν οφείλονται σε νοητική υστέρηση ή οργνανικές βλάβες. Ορισμένα αναφέρθηκαν και παραπάνω, ωστόσο υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία αυτού του είδους των διαταραχών, άλλες προσδιοριζόμενες και άλλες μη προσδιοριζόμενες επαρκώς. Υπότυποι αυτών των διαταραχών αποτελεί η Ειδική Γλωσσική Διαταραχή (ΕΓΔ), ο Αυτισμός, Ειδική Διαταραχή της Γλωσσικής Αντίληψης και Πρόσληψης και μια πληθώρα ακόμα διαταραχών.

Ο όρος αυτός σχετίζεται άμεσα με διαταραχές, οι οποίες συμβαίνουν στο επίπεδο παραγωγής φώνησης, στο τμήμα του λάρυγγα. Οι αλλοιώσεις της φωνής μπορούν επηρεάζουν το ύψος, την ένταση, την ποιότητα, την αντήχηση, την ικανότητα προσαρμογής της φωνής, και την ικανότητα διατήρησης της φωνής.Τα συμπτώματα ποικίλουν και μπορεί να σχετίζονται με βράγχος φωνής, δύσπνοια, βήχα, δυσκαταποσία, πόνο, εισρόφηση κτλ. Με τον όρο διαταραχή στα προσωδιακά χαρακτηριστικά, γίνεται λόγος για αλλοιώσεις, οι οποίες παρατηρούνται στον ιδιαίτερο ‘’χρωματισμό’’ της ομιλίας ενός ατόμου. Στην προσωδία συγκαταλέγονται ο τόνος, ο ρυθμός, αλλά και ο ρυθμός που έχει η ομιλία ενός ατόμου. Συνήθως οι προσωδιακές δυσχέρειες παρουσιάζουν συννοσηρότητα με άλλες διαταραχές της ομιλίας ή του λόγου, όπως πχ ο αυτισμός.

Η εκλεκτική αλαλία συνδέεται άμεσα με την ικανότητα ενός παιδιού ή έφηβου να επικοινωνήσει σε συγκεκριμένα πλαίσια και περιβάλλοντα. Το υπόβαθρο συνήθως σχετίζεται με ψυχολογικούς παράγοντες, οι οποίοι μπλοκάρουν την εκκίνηση και έκφραση της επικοινωνίας, κυρίως σε περιβάλλοντα όπου οι κοινωνικές απαιτήσεις είναι σαφώς αυξημένες. Εδώ απαντώνται παιδιά ή έφηβοι που μπορούν να προσδιοριστούν ως άλαλοι ή να επιλέγουν να επικοινωνούν με συγκεκριμένα άτομα ή σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα.

Τα βασικά χαρακτηριστικά της διαταραχής είναι η ελλειμματική προσοχή, η υπερκινητικότητα και η παρορμητικότητα. Ένα παιδί με ΔΕΠΥ δεν μπορεί να κρατήσει επικεντρωμένη τη προσοχή του περισσότερο από δευτερόλεπτα ή ελάχιστα λεπτά, η προσοχή του διασπάται εύκολα από εξωτερικά και όχι μόνο ερεθίσματα και μπορεί να εμφανίσει έντονη υπερκινητικότητα και ανησυχία στο χώρο. Αποτελεί μία δια βίου διαταραχή, η οποία έχει πραγματοποιηθεί από αλλοιώσεις και τροποποιήσεις στον ανθρώπινο εγκέφαλο, ενώ πολύ συχνά παρατηρούνται στα άτομα φαινόμενα μη ελέγχου και τροποποίησης της συμπεριφοράς τους.

Η διάγνωση της συγκεκριμένης διαταραχής γίνεται κυρίως στην αρχή της σχολικής ζωής καθώς το παιδί δυσκολεύεται λόγω των αυξημένων σχολικών απαιτήσεων και της μειωμένης αυτορρύθμισης.

Τα αισθητηριακά συστήματα είναι το αιθουσαίο, το ακουστικό, το ιδιοδεκτικό, το απτικό, το οπτικό και το γευστικό/οσφρητικό. Η μη ομαλή επεξεργασία των προαναφερθέντων συστημάτων αισθητηριακής ολοκλήρωσης μπορεί να προκαλέσει:

-Ειδικές μαθησιακές δυσκολίες

-Δυσκολίες λόγου και ομιλίας

-Δυσκολίες συμπεριφοράς και αυτοελέγχου

-Χαμηλή αυτοεκτίμηση

-Κοινωνικές-Συναισθηματικές Δυσκολίες

-Δυσκολίες με αδρή και λεπτή κίνηση

-Υπερευαισθησία σε κίνηση, αφή, ήχους

-Υποευαισθησία σε κίνηση, αφή, ήχους

-Έντονη αναζήτηση αισθητηριακών ερεθισμάτων

-Επίπεδο ενεργητικότητας, ασυνήθιστα υψηλό ή χαμηλό

Η αδρή κινητικότητα αναπτύσσεται από μικρή ηλικία είναι το στήριγμα της κεφαλής του παιδιού, το ρολλάρισμα αργότερα έρχεται το μπουσούλημα, τα πλάγια βήματα τα πηδηματάκια. Για την πραγματοποίηση χρειάζεται η ενεργοποίηση μεγάλων μυϊκών ομάδων. Είναι σημαντική δεξιότητα διότι βοηθάει το άτομο στην εκτέλεση δραστηριοτήτων καθημερινής ζωής.

Κάποιες δραστηριότητες που βοηθούν στην εκτέλεσή της είναι:

  • Ισορροπία
  • Πηδηματάκια
  • Σπρώξιμο-τράβηγμα αντικειμένων με χέρια ή πόδια
  • Μπάλες
  • Στεφάνια

Οποιαδήποτε δυσκολία στους παραπάνω τομείς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί από ειδικό ώστε να δρα ανεξάρτητο στις δραστηριότητες καθημερινής ζωής.

Η λεπτή κινητικότητα είναι μία δεξιότητα που ξεκινά από την πρώιμη παιδική ηλικία, όταν το παιδί αρχίζει να φέρνει τα χέρια στο στόμα, όταν αρχίζει να πιάνει και να δείχνει αντικείμενα. Είναι η δεξιότητα με την οποία το παιδί θα μάθει να χρησιμοποιεί τα δάχτυλα του και να χειρίζεται διάφορα αντικείμενα, θα το βοηθήσει στην κατάκτηση της γραφής καθώς και στην εκτέλεση καθημερινών δραστηριοτήτων.

Μερικές δραστηριότητες που βοηθούν στην ανάπτυξη της λεπτής κινητικότητας:

  • Πέρασμα κορδονιών ή κορδέλας μέσα από τρύπες.
  • Να φτιάξει ένα πύργο από κέρματα.
  • Κόψιμο σχεδίου με ψαλίδι.
  • Να κολλήσει όσπρια σε χαρτί.
  • Πλύσιμο προσώπου και χεριών.

Είναι οι διαταραχές που παρουσιάζονται με τη μεγαλύτερη συχνότητα κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Το άγχος προσδιορίζεται ως ένα πολύπλοκο μοτίβο κινητικών, υποκειμενικών και φυσιολογικών αντιδράσεων απέναντι σε μία αληθινή ή υποτιθέμενη απειλή. Η αποφυγή ορισμένων ερεθισμάτων και καταστάσεων, το κλάμα, η τρεμούλα, η ονυχοφαγία, είναι ορισμένες από τις κινητικές αντιδράσεις άγχους. Συναισθήματα τρόμου και αμηχανίας, ο φόβος του θανάτου, η αγωνία για μια επικείμενη απειλή είναι υποκειμενικές αντιδράσεις άγχους.

Τα νήπια και τα παιδιά προσχολική ηλικίας (7 μηνών ως 6 ετών) είναι φυσιολογικό να παρουσιάζουν κάποιου βαθμού άγχος σε περιπτώσεις απομάκρυνσης από το σπίτι και πραγματικού ενδεχόμενου αποχωρισμού από τα άτομα στα οποία είναι προσκολλημένα. Όταν αυτό το άγχος είναι υπερβολικής έντασης και εκδηλώνεται σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, τότε ενδέχεται να αποτελεί ένδειξη της διαταραχής άγχους αποχωρισμού.

Κυρίαρχη είναι η ανησυχία μήπως αυτός που τα φροντίζει πάθει κάτι κακό, και χάσουν το πρόσωπο στο οποίο έχουν προσκολληθεί. Ή μήπως τα ίδια χαθούν κάπου και δε μπορέσουν μετά να ξαναβρούν τους γονείς τους. Μπορεί να έχουν σχετικούς εφιάλτες ή να αποφεύγουν ορισμένες καταστάσεις. Μπορεί επίσης να νιώθουν πονοκέφαλο, στομαχικούς πόνους, ναυτία όταν συμβαίνει η προβλέπεται αποχωρισμός από κύρια πρόσωπα με τα οποία έχει αναπτύξει συναισθηματικό δεσμό. Τα μικρότερα παιδιά μπορεί πχ. να ακολουθούν την μητέρα τους από δωμάτιο σε δωμάτιο ή να αρνούνται να κοιμηθούν στο δωμάτιό τους. Τα μεγαλύτερα παιδιά μπορεί για παράδειγμα να ζητούν οπωσδήποτε την παρέα της μητέρας για να πάνε κάπου. Αντίστοιχα να βρίσκουν δικαιολογίες προκειμένου να καθυστερήσουν ή να μην πάνε καθόλου σχολείο.

Βασικό χαρακτηριστικό είναι ο επίμονος και έντονος φόβος που διακατέχει το άτομο σε μία ή περισσότερες κοινωνικές καταστάσεις. Το άτομο φοβάται ότι θα περιέλθει σε κατάσταση αμηχανίας και σύγχυσης. Η έκθεσή του, με την παρουσία του, σε μια κοινωνική κατάσταση συχνά του προκαλεί βιώματα έντονου άγχους το οποίο ενδέχεται να οδηγήσει στην εκδήλωση αντίδρασης πανικού. Συνήθως έχουν πολύ λίγους φίλους, είναι απρόθυμοι να συμμετέχουν σε ομαδικές δραστηριότητες και θεωρούνται ήσυχοι και συνεσταλμένοι τόσο από τους γονείς όσο και από τους συνομήλικούς τους. Στο σχολείο εμφανίζονται ως ιδιαίτερα φοβισμένα πχ όταν πρέπει να διαβάσουν φωναχτά, να πάρουν το λόγο στην τάξη, να ζητήσουν βοήθεια από το δάσκαλο κ.λπ. Αποφεύγουν συχνά τις σχολικές εκδρομές και εκδηλώσεις.

Στο σπίτι μπορεί να μην απαντούν στο τηλέφωνο, να απομονώνονται όταν έρχονται επισκέπτες, προσπαθούν να μείνουν απαρατήρητα αλλά μέσα από αυτή την προσπάθεια γίνονται το κέντρο της προσοχής των άλλων και αυτό επιδεινώνει την κατάστασή τους. Έχουν αρνητική εικόνα για τον εαυτό τους και συχνά βιώνουν το συναίσθημα της απόρριψης.

Τα άτομα με γενικευμένη αγχώδη διαταραχή χαρακτηρίζονται από υπερβολικό άγχος, νευρικότητα, δυσκολίας συγκέντρωσης της προσοχής ή αίσθημα πως το μυαλό είναι άδειο, ευερεθιστότητα, μυϊκή ένταση και διαταραχή ύπνου.

Τα παιδιά μπορεί να ανησυχούν υπερβολικά για τις επιδόσεις τους στο σχολείο, για τις σχέσεις τους με τα παιδιά και πολλές φορές δίνουν την εντύπωση του τελειομανή.

Βασικά χαρακτηριστικά είναι οι επαναλαμβανόμενες ιδεοληψίες και οι ψυχαναγκασμοί και οι οποίοι το καταπονούν και του δημιουργούν προβλήματα στη λειτουργικότητά του. Οι ιδεοληψίες ή εμμονές είναι επαναλαμβανόμενες και αθέλητες σκέψεις, εικόνες, ιδέες ή παρορμήσεις, τις οποίες το άτομο βιώνει ως ιδιαίτερα αγχογόνες. Πχ φόβους γύρω από μολύνσεις ή σχετίζονται με θέματα που αφορούν τη σεξουαλικότητα και τη θρησκεία. Η ιδεοψυχαναγκαστική συμπεριφορά παίρνει τη μορφή επαναλαμβανόμενων πράξεων τι οποίες το άτομο νιώθει υποχρεωμένο να εκτελέσει. Στερεότυπες κινήσεις που δε εξυπηρετούν κάποιο σκοπό.

Έκδηλος και επίμονος φόβος, υπερβολικός και παράλογος που εκλύεται από την παρουσία ή πρόβλεψη παρουσίας ειδικού αντικειμένου ή ειδικής κατάστασης (πχ χρήση ασανσέρ, αεροπορικά ταξίδια, ζώα, ύψη, κλπ.). Τα παιδιά πιθανόν να μην αντιλαμβάνονται πάντα πότε οι φόβοι τους είναι υπερβολικοί ή αδικαιολόγητοι. Διακατέχονται από το άγχος που τους δημιουργεί η σκέψη για το τι μπορεί να τους συμβεί αν εκτεθούν στο αντικείμενο, ή την κατάσταση που τους προκαλεί το φόβο. Οι φοβίες αυτές συνήθως εμφανίζονται πριν την ηλικία των 7 ετών και στις πιο πολλές περιπτώσεις η πρώτη τους εκδήλωση δεν συνδέεται με κάποια τραυματική εμπειρία.

Η προσβολή πανικού εκδηλώνεται με έντονο φόβο ή δυσφορία, κατά τη οποία τέσσερα από τα παρακάτω συμπτώματα εμφανίζονται: επιτάχυνση καρδιακού ρυθμού, εφίδρωση, τρέμουλα, αίσθημα ασφυξίας, αίσθημα πνιγμονής, πόνος ή δυσφορία στο θώρακα, ναυτία ή κοιλιακή ενόχληση, τάση για λιποθυμία ή αίσθημα ζάλης, από-πραγματοποίηση, φόβος απώλειας ελέγχου ή ότι θα τρελαθεί, φόβος θανάτου, παραισθησίες (μούδιασμα ή μυρμηγκιάσματα), ρίγη ή αίσθημα ζέστης.

Τα παιδιά με τη διαταραχή αυτή παρουσιάζουν επίμονο άγχος, ως επακόλουθο ενός τραυματικού γεγονότος που βίωσαν και το οποίο είναι ασυνήθιστο στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας. Για παράδειγμα, μετά από ένας σεισμός ή αν γίνεται αυτόπτης μάρτυρας κάποιου εγκλήματος, βιασμού, βασανισμού ή άλλης βίαιης ενέργειας